Να 'μαστε λοιπόν, γυμνοί εραστές,
όμορφοι στα μάτια μας – κι αυτό αρκεί -τα βλέφαρά μας τα μόνα μας σκεπάσματα,
ξαπλώνουμε καταμεσής της μαύρης νύχτας.
Όμως ξέρουν για μας, ξέρουν,
οι τέσσερις γωνιές, και η σόμπα δίπλα μας.
Επιδέξιες σκιές κι αυτές επίσης ξέρουν,
το τραπέζι ξέρει, μα μένει σιωπηλό.
Τα φλιτζάνια μας ξέρουν μέχρι πάνω
γιατί κρυώνει το τσάι.
Κι ο γέρο-Σουίφτ μπορεί με σιγουριά να πει
πως το βιβλίο του έχει μπει στην άκρη.
Ακόμη και τα πουλιά έχουν γνώση:
τα είδα να γράφουν στον ουρανό
θρασύτατα και φανερά
το ίδιο αυτό όνομα με το οποίο σε φωνάζω.
Τα δέντρα; Μπορείς να μου εξηγήσεις
το ακαταπόνητο ψυθίρισμά τους;
Και ο αγέρας μπορεί να ξέρει, μου λες,
το πώς, είναι μυστήριο.
Μια νυχτοπεταλούδα μας ξάφνιασε μέσ' από τις γρίλλιες,
τα φτερά της χνούδια πούπουλα.
Η σιωπηρή της πορεία-κοίτα πως φτερουγίζει
σ' ένα ξεροκέφαλο πήγαιν'-έλα.
Ίσως βλέπει εκεί που τα μάτια μας αποτυγχάνουν,
με ενός εντόμου την έμφυτη οξυδέρκεια.
Ποτέ δεν διαισθάνθηκα, ούτε κι εσύ μπορούσες να πεις,
πως οι καρδιές μας φεγγοβολούσαν στο σκοτάδι.
Wislawa Szymborska, 1957.
(μετάφραση από τα αγγλικά, Ευαγγελία Καριοφυλλίδου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου