Στον κίνδυνο, το ολοθούριο χωρίζεται στα δύο.
Εγκαταλείπει τον έναν του εαυτό σε έναν παμφάγο κόσμο
και με τον άλλο του εαυτό φεύγει τρέχοντας.
Βίαια μοιράζεται σε καταδίκη και σωτηρία,
τιμωρία και επιβράβευση, τι ήταν και τι θα 'ναι.
Μια άβυσσος πετάγεται στη μέση του κορμιού του
μεταξύ αυτών που αμέσως γίνονται δυο ξένες όχθες.
Ζωή στη μια όχθη, θάνατος στην άλλη.
Ελπίδα εδώ κι εκεί απελπισία.
Αν υπάρχει πλάστιγγα, οι δίσκοι δεν κινούνται.
Αν υπάρχει δικαιοσύνη, τότε είναι αυτό.
Να πεθαίνεις όσο ακριβώς επιβάλεται, χωρίς υπερβολή.
Να ξαναβγαίνει όσο ακριβώς χρειάζεται απ' ότι έχει μείνει.
Κι εμείς, επίσης, μπορούμε να διχάζουμε τους εαυτούς μας, είναι αλήθεια.
Μα μόνο μεταξύ σάρκας και σιγοψίθυρου.
Σε σάρκα και ποίηση.
Λαρυγγισμός από τη μια μεριά, γέλιο από την άλλη,
ήσυχα, γρήγορα ξεψυχάνε.
Εδώ η βαριά καρδιά, εκεί non omnis mortar-
τρεις λεξούλες μόνο, σαν τρία φτερά στον άνεμο.
Εμάς η άβυσσος δε μας διχάζει.
Εμάς η άβυσσος μας περιβάλλει.
Wislawa Szymborska, 1972.
(μετάφραση από τα αγγλικά, Ευαγγελία Καριοφυλλίδου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου