Τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι πάνω στη γη,
αλλά η φαντασία μου είναι όπως ήταν πάντα:
δεν τα πάει καλά με τους μεγάλους αριθμούς.
Εξακολουθεί να συγκινείται απ' τη μοναδικότητα.
Πετάει στο σκοτάδι σαν την ακτίνα ενός φακού,
φανερώνοντας πρόσωπα στην τύχη,
καθώς τα υπόλοιπα περνάνε στα τυφλά,
αμνημόνευτα, άκλαφτα.
Ούτε ένας Δάντης δε θα μπορούσε να το εμποδίσει αυτό.
Πόσο μάλλον όταν δεν είσαι αυτός,
ακόμη και μ' όλες τις μούσες στο πλευρό σου.
Non omnis moriar – μια πρόωρη αγωνία.
Είμαι ακόμα ολοζώντανη κι αυτό είν' αρκετό;
Ποτέ δεν ήταν, και πολύ περισσότερο τώρα.
Διαλέγω απορρίπτωντας, διότι άλλος τρόπος δεν υπάρχει,
αλλά αυτά που απορρίπτω, είναι πιο πολλά,
πιο πυκνά, πιο επίμονα από ποτέ.
Σε αντίτιμο της άφατης απώλειας – ένα ποίημα, ένας στεναγμός.
Απαντώ μ' έναν ψίθυρο σ' ένα βροντώδες κάλεσμα.
Για πόσα πολλά σιωπώ, δε θα μπορούσα καν να πω.
Ποντίκι στους πρόποδες ενός βουνού.
Η ζωή διαρκεί όσο μερικές νυχιές στην άμμο.
Τα όνειρά μου – ακόμη κι αυτά δεν έχουν όση πολυκοσμία θα 'πρεπε.
Περισσότερο ερημιά, παρά κραυγές και πλήθη.
Καμιά φορά, κάποιος νεκρός από καιρό, περνάει για μια στιγμή.
Ένα αποκομμένο χέρι γυρίζει ένα πόμολο.
Η ηχώ καλύπτει το άδειο σπίτι.
Τρέχω απ' το κατώφλι σε μια κοιλάδα
σιωπηλή, σαν να μην είναι κανείς, ένας αναχρονισμός ήδη.
Από πού προέρχεται όλο αυτό το κενό μέσα μου -
μόνο αυτό δεν ξέρω.
Wislawa Szymborska, 1976.
(μετάφραση από τα αγγλικά, Ευαγγελία Καριοφυλλίδου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου