“La Pologne? La Pologne? Δεν κάνει τρομερό κρύο εκεί;“ρώτησε, και μετά αναστέναξε με ανακούφιση.
Έχουν ξεφυτρώσει τόσες πολλές χώρες τώρα τελευταία, που το ασφαλέστερο θέμα συζήτησης είναι ο καιρός.
“Κυρία μου,” θέλω να απαντήσω, “οι ποιητές του λαού μου, κάνουν όλο τους το γράψιμο με τα γάντια. Δε θέλω να υπονοήσω ότι δεν τα βγάζουνε ποτέ: τα βγάζουν, όντως, αν το φεγγάρι είναι αρκετά ζεστό. Σε στίχους φτιαγμένους από βήχα βραχνό, γιατί τέτοιοι μόνο μπορούν να πνίξουν της θύελλας το αέναο κουρνιαχτό, υμνούν τις απλές ζωές αυτών που βόσκουν τις πολικές μας φώκιες. Οι Κλασσικιστές μας χαράζουν τις ωδές τους με σταλακτίτες μελάνης πάνω σε λασπωμένους χιονόλοφους. Οι υπόλοιποι, οι Παρακμιακοί μας, κλαίνε τη μοίρα τους με χιονονιφάδες αντί για δάκρυα. Αυτός που επιθυμεί να πνιγεί πρέπει να έχει ένα τσεκούρι πρόχειρο να κόψει τον πάγο. Αχ κυρία μου, φιλτάτη μου κυρία.”
Αυτά ήθελα να πω. Αλλά είχα ξεχάσει τη λέξη για τη φώκια στα Γαλλικά. Κι ούτε ήμουν σίγουρη για σταλακτίτη και τσεκούρι.
“La Pologne? La Pologne? Δεν κάνει τρομερό κρύο εκεί; “
“Pas du tout” απάντησα παγερά.
Wislawa Szymborska, 1962.
(μετάφραση από τα αγγλικά, Ευαγγελία Καριοφυλλίδου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου